Saturday, August 21, 2010

υπαίτια μαριονέτα

Αυτοκινητάκια, ξύλινες κούκλες, μαριονέτες. Παιχνίδια σκορπισμένα στο πάτωμα και ένα μικροσκοπικό παιδί διακριτικά αναγκασμένο να παίξει μαζί τους. Στον ένα ώμο στέκεται ο μπαμπάς, στον άλλο η μαμά. Ένταση. Η ατμόσφαιρα πιάνει το παιδί απ’ το λαιμό. Οι ρόδες του αυτοκινήτου στο πάτωμα βγάζουν σπίθες. Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια της μαμάς, περνάνε τα μάγουλα και κάποια σταματούν στο σφιγμένο στόμα, άλλα συνεχίζουν και σταλάζουν σιωπηλά στο λαιμό, στη μαύρη μπλούζα. Οι δύο κοιτούν το παιδί σαν να περιμένουν κάτι. Αυτό μένει σιωπηλό. Με την άγρια, τη μανιασμένη σιωπή πριν την αρχή μιας δυνατής βροχής. Το βλέμμα του ψεύτικα προσηλωμένο στα παιχνίδια. Όταν φτάνουν στην άκρη της σιωπής «Εγώ φταίω» ουρλιάζει και κοιτάζει την ξύλινη μαριονέτα κι η μαριονέτα κυματίζει στα μάτια του. Την κοιτάζει με τέτοιο παράπονο που το ζωγραφισμένο στόμα του ξύλινου παιχνιδιού ντρέπεται για το μόνιμο χαμόγελο του.

Δύο δάκρυα. Καυτά και βίαια. Αυτά έχει να χύσει το παιδί. Τα υπόλοιπα τα κλέψε η γυναίκα στον ώμο του. Σιωπηλή. Συνένοχη. Αλλά δεν έπρεπε να κλαίει η μαμά του. «Εγώ, εγώ, εγώ φταίω για όλα τιμωρείστε με, εμένα» ψιθυρίζει υστερικά. «Εγώ, μ’ ακούτε;» μια παρανοϊκή ανυπομονησία στα μάτια περιφέρει το βλέμμα του μ’ απόγνωση. Ξαφνικά κοιτάζει τη μαριονέτα του και θέλει να την συνθλίψει. Τα γόνατα, τα χέρια, το κεφάλι. Μίσος. Να την πληγώσει, γιατί ήταν εκείνη τη στιγμή η μόνη υπαίτια. Και ο μπαμπάς είχε ένα βλέμμα παράξενο. Θα ‘λεγε κανείς πως βλέπει το παιδί του καθαρά πρώτη φορά. Η μπλούζα της μαμάς δεν χωρούσε άλλα δάκρυα.

No comments:

Post a Comment