Wednesday, December 8, 2010

ηθελα κατι να πω.

Πως αρχιζει? Και πως τελειωνει..το μονο που ηθελα ηταν..τι ηθελα? Τι θελω ακομα τωρα? Να πω κατι γι’αυτό…ελεγχομενη κατερρευση, λογια ασυνάρτητα, ελεγχος, γνωριμα τραγουδια. Δεν αντεχω ουτε αυτά..φανταζομαι πως κάθε λέξη στα γαλλικα ακουγεται ομορφα.ποσο ομορφα? Πιο ομορφα απ’ολους?χα! Δν μπορω να μιλησω καθαρα..αλλα θελω να πω γι’αυτην.και να τα κρατησω για μενα. Να ναι τα πιο ειλικρινή. Τιποτα άλλο, όχι. Τωρα δεν ξερω όμως.. δεν βγαζει νοημα..χαθηκε το νοημα αποσπαστηκε.το ξεριζωσαν από μενα.το ξεριζωσαν από κεινη.οχι ας μιλαω μονο για μενα.ηταν μονη.ελεγε ψεμματα.δεν υπηρχε τιποτα δεν ΕΙΧΕ τιποτα και τρυπηθηκε που κάποια καταλαβε το τίποτα της. Όλοι την πιστεψαμε.ορκιζομαι. ολοι. Προσπαθησαμε αλλα ενδώσαμε. Αλλα ας μην μιλαω για εσας. Εγω δεν ξερω. Μιλαω μονο για μενα.προστεθηκαν αλλα δυο ματια.ολα μαζι εξι εξι μας κανουν τωρα πια.βακχικοι χοροι με το επονειδιστο τελος τους.αυτο είναι! «μη με κανεις να ικετεψω.» καπως ετσι..πως να ανεχτεις αυτά τα λογια? Δεν αντέχονται ορκίζομαι δεν αντέχονται. Κι’όμως εμοιαζαν ημουν σιγουρη πως εμοιαζαν, εμοιαζαν στα δαχτυλα τοσο πολύ.ρωγμες. ηταν γεματη ρωγμες, στα χειλη της στα ματια και μετα απλα φανηκαν. Όχι όχι πολύ φτωχό πολύ φτηνο, κακοφτιαγμενο. Κατι καλυτερο.αλλα τι?κατι αρμοστο. Κατι που να ταιριαζει. Δεν υπαρχει τιποτα που να ταιριαζει ορκιζομαι κι αν υπαρχει δεν μπορω να το βρω. Μπορει μαλλον μονο κατι χιλιοειπωμενα χλευαστικα πλεον λογια.οχι αυτά. Ας τα παρει καποιος από μπροστα μου τα μισησα τ’ορκιζομαι τα βαρεθηκα, μπορει και να χει δικιο αυτος μπορει στο τελος τα λογια να σε προδιδουν. Όλα είναι άυλα.λυπαμαι αν με βρισκεις θλιβερη, η μαλλον όχι ας είναι.

πολύ φτηνο αλλα ας είναι.

Saturday, December 4, 2010

Τα γυμνά μάτια

Έλα, Ραγκόζιν, να πλαγιάσουμε μαζί της. Π λ ά ι π λ ά ι. Η Ναστάσια δε θυσιάζεται: δεν έχει τον παραμικρό σκοπό στις πράξεις της. Η Ναστάσια αγαπάει• μόνον αγαπάει – και πεθαίνει από την ίδια αγάπη που σκοτώνει τα παιδιά της Μήδειας. Η Μήδεια και η Ναστάσια Φιλίποβνα: κι οι δυο χρησιμοποιούν το σώμα (η πρώτη το σώμα των παιδιών της, η δεύτερη το δικό της) ως έκφραση της αγάπης. Αλλιώς: αγαπούν χαλώντας το σώμα. Είναι οι δύο πιο τραγικές ηρωίδες της λογοτεχνίας.
Ραγκόζιν, πού είναι η Ναστάσια Φιλίποβνα; Να το σκεφτούμε. Νά ένα καλό ερώτημα, μά την αλήθεια (ποια αλήθεια π ι α;). Ιδού κι η απόληξη της διαδρομής: ο άγγελος (περίπου) και ο δαίμονας (περίπου) θα πλαγιάσουν πλάι στη δολοφονημένη – και ολάκερος ο θαυμαστός καινούριος κόσμος αποστρέφει το κεφάλι. Το πτώμα θα μυρίσει – γιατί ο άνθρωπος σαπίζει. Τίποτε περισσότερο. Η τρέλα είναι η μεγάλη ανθρώπινη απόληξη.
Ο Ντοστογιέφσκι είναι μονάχα η ανθρωπιά της τρέλας, η ανθρωπιά του φόνου, η ανθρωπιά τού να βλέπεις τον κόσμο με γυμνά μάτια. Η νύχτα αυξάνεται. Είμαστε πλασμένοι για την αγάπη. Η Κόλαση είναι μια θρησκευτική εφεύρεση – οι άνθρωποι καίγονται από τους ανθρώπους, μόνο από τους ανθρώπους. Εντωμεταξύ η αγάπη.
Η αγάπη στο στομάχι της Κόλασης. Μια αστραπή στο δόντι του σκύλου. Μια αστραπή στο δόντι του ήσκιου (που κάποτε ή τ α ν ο σκύλος). Να ξαναδιαβάζεις τα βιβλία μέχρι το τέλος. Να πεθάνεις με τα μάτια ανοιχτά. Κι όταν σου τα κλείνουν, συντονισμένοι στην εθιμοτυπία, αυτά να μένουν κοκαλωμένα. Σαν τα μάτια του έφηβου κούρου, που τα έφαγαν τα ψάρια στο βυθό.
Έλα, Ραγκόζιν, να πλαγιάσουμε πλάι της. Πίσω από την κουρτίνα με γυμνά μάτια. Μέσα στο νερό με γυμνά μάτια. Μέσα στο κύμα. Έλα
……..Μετά η λέξη κατευθείαν. Μα γραμμένη με πολύ αραιά γράμματα – έτσι που να πιάνουν ολόκληρη τη σελίδα:
κ α τ ε υ θ ε ί α ν

να ζει κανείς κ α τ ε υ θ ε ί α ν
Αυτός είναι ο πόλεμος.
Αυτή είναι η αγάπη / καυστική ποτάσα.


επιλογές από την αφήγηση(;) του Θανάση Τριαρίδη : «Ένα τετράδιο με μελανιές»

Tuesday, November 16, 2010

Νωχελικά χαμόγελα καραδοκούν

Μια θλίψη που σου τρυπάει τα πνευμόνια

Νωχελικά χαμόγελα καραδοκούν

Η Ναστάσια Φιλιπποβνα είναι νεκρή.

Ξέρεις πόσο πονέσαμε γι’αυτην;

Νερό, μαχαίρι, νερό μαχαίρι.

Να καταστρεφόμασταν τώρα έτσι όπως ζούμε, αλαζονικά

Να καταστρεφόταν η ποίηση μαζί και οι ποιητές με τα μπλαζέ χαμόγελα τους.

Η πλήξη, η πλήξη μας λιποτακτεί, γλοιώδη χαμόγελα από φίλους από γνωστούς .ΒΟΗΘΕΙΑ!

Μια κωμωδία γεμάτη θορύβους που έρχονται από παντού,

Προσπαθείς να εστιάσεις, τα παρατάς σε βλέπω, κλείνεις τα αυτιά σου, κλείνω τα μάτια μου.

Την ξέρεις την ιστορία με τις τρεις μαϊμούδες;

Μας λείπει άλλος ένας. Ας κλείσει κάποιος το στόμα του. Ας το κλείσουν όλοι.

Saturday, November 6, 2010

Καμιά σημασία
όχι, κανένα νόημα
κανένα όφελος
κάτι τελείως περιττό θα έλεγα
Τότε γιατί; Γιατί το μελάνι και γιατί οι ώρες;
Μα οι χαλασμένες σκέψεις;
Τι να κάνει κανείς γι' αυτές;

Friday, October 15, 2010

Σήμερα τις έγραψα , πάλιωσαν κιόλας

Μην ανησυχείς, καθόλου μάλιστα.

Όλοι ίδιοι είμαστε μάλλον. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια.

Μόνο σταμάτα να ψιθυρίζεις σε παρακαλώ, φώναξε η σώπα!

Με κουράζεις και δεν αντέχω πια να αναμασάμε τα ίδια λόγια αυτά τα ειπωμένα.

Λόγια υπόκωφα αιχμηρά λόγια με κεντρί και ψεύτικα.

Αν μπορούσες να γίνεις η απολογία μου…

Αλλά και αυτές οι λέξεις δεν μου κάνουν πια.

Σήμερα τις έγραψα , πάλιωσαν κιόλας.

Θέλω άλλες, καινούργιες λέξεις άγνωστες

Θέλω ένα αλλόκοτο σπίτι από χαρτί.

Για να γράφω στους τοίχους .

Να έχω το τραπέζι για παλέτα και τα σεντόνια για καμβά.

Καταλαβαίνεις;

Wednesday, October 13, 2010

Εντύπωση

Είναι παράξενος

Στριφογυρνά στη θέση του

Κοιτάζει δεξιά, αριστερά

Σαν να έχασε η να περιμένει κάτι

Και πάλι διαβάζει το βιβλίο του

Που μια γίνεται η ακριβότερη ποίηση που έπλασε άνθρωπος

Και μια χάσκει ορθάνοιχτο, παραπονεμένο για την έλλειψη προσοχής

Να τος, γυρνάει πάλι

Κοιτάζει τους περαστικούς αλλά δεν έχει βλέμμα ηθοποιού

Στέκεται, γυρνάει, ξεχνάει

Παίζει τα δάχτυλα του πάνω στο γυάλινο τραπέζι

Σκύβει πάνω απ’ το βιβλίο

Η θολή του αντανάκλαση πάνω στο γυαλί, τα χέρια του, τα μαλλιά του

Ίσως να ήταν όμορφα τα χέρια του και τα μαλλιά του

Ίσως τα μάτια του να ήταν μια ιδέα απόκοσμα

Ίσως πάλι να βρίσκονται όλα στο μυαλό μου

Αλλάζει θέσεις συνεχώς

Θα ‘λεγες πως κάτι του ‘χουνε στερήσει πρόσφατα

Και προσπαθεί να συνηθίσει την απουσία

Χαλαρός και νευρικός ταυτόχρονα

Κοιτάζει, παρακολουθεί και δεν ανήκει στο σκηνικό

Είναι πλάσμα περίεργο

Είναι παράξενος

Friday, October 8, 2010

χαιρέκακα και με κάποια αυταρέσκεια

Η αυτολύπηση είναι η χειρότερη τιμωρία του Ανθρώπου. Ο Άνθρωπος βουλιάζει όλο και πιο βαθιά. Ξεχνώντας κάθε λογικό κάθε αιτία να δει κάτι πιο όμορφο στην εκδοχή του. Η αηδία του Ανθρώπου για τον εαυτό του είναι πιστεύω η πιο ισχυρή και ειλικρινής μορφή αηδίας και μίσους που μπορεί να νιώσει. Βαθιά αηδία για κάθε κύτταρο του σώματος του και για κάθε πτυχή του χαρακτήρα και της ψυχής του. Όταν ο Άνθρωπος μισεί τον εαυτό του τότε οι λόγοι για ζωή εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλον στο απόλυτο αδιαπέραστο σκοτάδι. Το μίσος έχει χρώμα άρρωστου αίματος, αίματος σκοτωμένου, παχύρρευστου. Τυφλώνει τα μάτια του ατόμου το βαθύ κόκκινο και μόνο η όψη του στον καθρέπτη τον κάνει να σπάσει το γυαλί σε εκατοντάδες θρύψαλα, λες και αν καταστρέψει το υλικό, θα καταστρέψει μαζί και την πεμπτουσία του. Αλλά αυτολύπηση και μίσος για τον εαυτό είναι δύο διαφορετικά από την φύση τους πράγματα. Το μίσος έχει χρώμα κόκκινο. Η λύπηση ένα χρώμα μουντό και άτονο. Ίσως καφέ χωρίς ζωντάνια που δεν είναι ούτε έντονο ή εύθυμα ανοιχτόχρωμο ούτε σκούρο βαθύ και αυστηρό. Δεν έχει αξιοπρέπεια. Δεν έχει έντονα συναισθήματα. Σε τρώει αργά και σταθερά από μέσα. Δεν σε τυφλώνει. Τα μάτια σου είναι ολοκάθαρα και δεν έχεις τη δύναμη να σπάσεις τον καθρέπτη. Μόνο του γυρνάς την πλάτη για να μην βλέπεις τον μονότονο άσχημο εαυτό σου. Η αυτοεξαθλείωση δεν έχει όνειρα. Έχει βούρκο και λάσπες καφέ και άθλιες και σιχαμερές. Δεν έχει όρια. Η μπορεί και να έχει. Ποιος έχει φτάσει τόσο κάτω για να τα βρει; Πιστεύω πως σε κάποιο βαθμό εξόντωσης φτάνεις στο σημείο της τρέλας. Μάλλον ο Άνθρωπος τότε αρχίζει να χαμογελά χαιρέκακα και με κάποια αυταρέσκεια. Θαυμάζει τις συνέπειες τις καταστροφής του, που ο ίδιος προκάλεσε. Παρακολουθεί τον εαυτό του με το ενδιαφέρον ενός ειδικού που πρόκειται να εξετάσει κλινικά έναν εξαιρετικά άρρωστο άνθρωπο σε προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης. Αλλά μάλλον πήγα πολύ μακριά. Οι σκέψεις είναι λέξεις που είναι ροή. Και αυτή τη ροή την ακολουθούμε, δεν την υποτάσσουμε. Λύπηση, μίσος, καταστροφή. Όλα αυτά είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους και με τη λέξη «εαυτός». Εαυτός που διαιρείται σε πολλούς εαυτούς από όποια πλευρά και αν το δει κανείς. Σ’ αυτή τη λέξη (που σπάνια είναι η αλήθεια χρησιμοποιούν στα έργα τους οι ποιητές) υπάρχει μια επιστημονική, μια καλλιτεχνική, λογοτεχνική, ποιητική αν θέλετε αδιαμφισβήτητη γοητεία. Γοητεία που πιθανώς πηγάζει από το γεγονός ότι ούτε η ακριβής ψυχολογική ερμηνεία είναι αρκετά πειστική ούτε ο ελεύθερος αντιφατικός ίσως ορισμός των τεχνιτών του λόγου εκφράζει απόλυτα τον όρο «εαυτός».

Saturday, August 28, 2010

Λάθος

Ε λοιπόν εγώ νιώθω πάντα λάθος

Όταν γύρω μου χαμόγελα γυρίζουν σαν τρελά

Εγώ βλέπω στον αέρα μια τεράστια τρύπα που άδικα προσπαθώ να αγνοήσω

Όταν δάκρυα τρέχουν στους πιο πολλούς κ πρόσωπα σκυθρωπά με περιτριγυρίζουν

Αδιάφορη νιώθω κ παρακαλάω να σταματήσουν καθώς η λύπη τους μ’αηδιαζει

Πάντα η ατμόσφαιρα πολύχρωμη, εγώ μουντή

Πάντα λάθος και τ’ ομολογώ

Κι αν διαφωνώ τι σημασία έχει ;

Θα συμφωνήσω αυτή τη φορά και θα καταπιώ θρύψαλα τον εγωισμό μου

Μέχρι να μείνω μόνη μου

Μόνη με την κληροδοτημένη την γνωστική τη μοναξιά μου

Μόνη και μπορεί να το επέλεξα

Σίγουρα όμως δεν επέλεξα το γέλιο με γκριμάτσα τρελού να παρομοιάζω

Να νιώθω πάντα ένα βήμα μακριά, ένα βήμα λάθος.

Sunday, August 22, 2010

Δεν με νοιάζει πια για τους ανθρώπους. Βαρέθηκα να καταπίνω λέξεις και να «είμαι» γιατί «θέλουν». Τσακώθηκα με τους ανθρώπους αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αν με εξόρισαν ή διάλεξα την αυτοεξορία.

Οι λέξεις τους αγκαθωτές και συχνά μου αφήνουν σημάδια. Δεν θέλω άλλο να μετρώ τις δικές μου λέξεις. Τις θέλω βροχή, νεροποντή, καταιγίδα. Τις θέλω βίαιες, να αφήνουν μελανιές. Μα σ’ αυτή την απομόνωση και τη σιγή, όσο κι αν κροταλίζουν οι λέξεις μου κανένα δεν πληγώνουν εκτός απ’ το θώρακα μου.

Saturday, August 21, 2010

υπαίτια μαριονέτα

Αυτοκινητάκια, ξύλινες κούκλες, μαριονέτες. Παιχνίδια σκορπισμένα στο πάτωμα και ένα μικροσκοπικό παιδί διακριτικά αναγκασμένο να παίξει μαζί τους. Στον ένα ώμο στέκεται ο μπαμπάς, στον άλλο η μαμά. Ένταση. Η ατμόσφαιρα πιάνει το παιδί απ’ το λαιμό. Οι ρόδες του αυτοκινήτου στο πάτωμα βγάζουν σπίθες. Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια της μαμάς, περνάνε τα μάγουλα και κάποια σταματούν στο σφιγμένο στόμα, άλλα συνεχίζουν και σταλάζουν σιωπηλά στο λαιμό, στη μαύρη μπλούζα. Οι δύο κοιτούν το παιδί σαν να περιμένουν κάτι. Αυτό μένει σιωπηλό. Με την άγρια, τη μανιασμένη σιωπή πριν την αρχή μιας δυνατής βροχής. Το βλέμμα του ψεύτικα προσηλωμένο στα παιχνίδια. Όταν φτάνουν στην άκρη της σιωπής «Εγώ φταίω» ουρλιάζει και κοιτάζει την ξύλινη μαριονέτα κι η μαριονέτα κυματίζει στα μάτια του. Την κοιτάζει με τέτοιο παράπονο που το ζωγραφισμένο στόμα του ξύλινου παιχνιδιού ντρέπεται για το μόνιμο χαμόγελο του.

Δύο δάκρυα. Καυτά και βίαια. Αυτά έχει να χύσει το παιδί. Τα υπόλοιπα τα κλέψε η γυναίκα στον ώμο του. Σιωπηλή. Συνένοχη. Αλλά δεν έπρεπε να κλαίει η μαμά του. «Εγώ, εγώ, εγώ φταίω για όλα τιμωρείστε με, εμένα» ψιθυρίζει υστερικά. «Εγώ, μ’ ακούτε;» μια παρανοϊκή ανυπομονησία στα μάτια περιφέρει το βλέμμα του μ’ απόγνωση. Ξαφνικά κοιτάζει τη μαριονέτα του και θέλει να την συνθλίψει. Τα γόνατα, τα χέρια, το κεφάλι. Μίσος. Να την πληγώσει, γιατί ήταν εκείνη τη στιγμή η μόνη υπαίτια. Και ο μπαμπάς είχε ένα βλέμμα παράξενο. Θα ‘λεγε κανείς πως βλέπει το παιδί του καθαρά πρώτη φορά. Η μπλούζα της μαμάς δεν χωρούσε άλλα δάκρυα.