Saturday, August 28, 2010

Λάθος

Ε λοιπόν εγώ νιώθω πάντα λάθος

Όταν γύρω μου χαμόγελα γυρίζουν σαν τρελά

Εγώ βλέπω στον αέρα μια τεράστια τρύπα που άδικα προσπαθώ να αγνοήσω

Όταν δάκρυα τρέχουν στους πιο πολλούς κ πρόσωπα σκυθρωπά με περιτριγυρίζουν

Αδιάφορη νιώθω κ παρακαλάω να σταματήσουν καθώς η λύπη τους μ’αηδιαζει

Πάντα η ατμόσφαιρα πολύχρωμη, εγώ μουντή

Πάντα λάθος και τ’ ομολογώ

Κι αν διαφωνώ τι σημασία έχει ;

Θα συμφωνήσω αυτή τη φορά και θα καταπιώ θρύψαλα τον εγωισμό μου

Μέχρι να μείνω μόνη μου

Μόνη με την κληροδοτημένη την γνωστική τη μοναξιά μου

Μόνη και μπορεί να το επέλεξα

Σίγουρα όμως δεν επέλεξα το γέλιο με γκριμάτσα τρελού να παρομοιάζω

Να νιώθω πάντα ένα βήμα μακριά, ένα βήμα λάθος.

Sunday, August 22, 2010

Δεν με νοιάζει πια για τους ανθρώπους. Βαρέθηκα να καταπίνω λέξεις και να «είμαι» γιατί «θέλουν». Τσακώθηκα με τους ανθρώπους αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αν με εξόρισαν ή διάλεξα την αυτοεξορία.

Οι λέξεις τους αγκαθωτές και συχνά μου αφήνουν σημάδια. Δεν θέλω άλλο να μετρώ τις δικές μου λέξεις. Τις θέλω βροχή, νεροποντή, καταιγίδα. Τις θέλω βίαιες, να αφήνουν μελανιές. Μα σ’ αυτή την απομόνωση και τη σιγή, όσο κι αν κροταλίζουν οι λέξεις μου κανένα δεν πληγώνουν εκτός απ’ το θώρακα μου.

Saturday, August 21, 2010

υπαίτια μαριονέτα

Αυτοκινητάκια, ξύλινες κούκλες, μαριονέτες. Παιχνίδια σκορπισμένα στο πάτωμα και ένα μικροσκοπικό παιδί διακριτικά αναγκασμένο να παίξει μαζί τους. Στον ένα ώμο στέκεται ο μπαμπάς, στον άλλο η μαμά. Ένταση. Η ατμόσφαιρα πιάνει το παιδί απ’ το λαιμό. Οι ρόδες του αυτοκινήτου στο πάτωμα βγάζουν σπίθες. Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια της μαμάς, περνάνε τα μάγουλα και κάποια σταματούν στο σφιγμένο στόμα, άλλα συνεχίζουν και σταλάζουν σιωπηλά στο λαιμό, στη μαύρη μπλούζα. Οι δύο κοιτούν το παιδί σαν να περιμένουν κάτι. Αυτό μένει σιωπηλό. Με την άγρια, τη μανιασμένη σιωπή πριν την αρχή μιας δυνατής βροχής. Το βλέμμα του ψεύτικα προσηλωμένο στα παιχνίδια. Όταν φτάνουν στην άκρη της σιωπής «Εγώ φταίω» ουρλιάζει και κοιτάζει την ξύλινη μαριονέτα κι η μαριονέτα κυματίζει στα μάτια του. Την κοιτάζει με τέτοιο παράπονο που το ζωγραφισμένο στόμα του ξύλινου παιχνιδιού ντρέπεται για το μόνιμο χαμόγελο του.

Δύο δάκρυα. Καυτά και βίαια. Αυτά έχει να χύσει το παιδί. Τα υπόλοιπα τα κλέψε η γυναίκα στον ώμο του. Σιωπηλή. Συνένοχη. Αλλά δεν έπρεπε να κλαίει η μαμά του. «Εγώ, εγώ, εγώ φταίω για όλα τιμωρείστε με, εμένα» ψιθυρίζει υστερικά. «Εγώ, μ’ ακούτε;» μια παρανοϊκή ανυπομονησία στα μάτια περιφέρει το βλέμμα του μ’ απόγνωση. Ξαφνικά κοιτάζει τη μαριονέτα του και θέλει να την συνθλίψει. Τα γόνατα, τα χέρια, το κεφάλι. Μίσος. Να την πληγώσει, γιατί ήταν εκείνη τη στιγμή η μόνη υπαίτια. Και ο μπαμπάς είχε ένα βλέμμα παράξενο. Θα ‘λεγε κανείς πως βλέπει το παιδί του καθαρά πρώτη φορά. Η μπλούζα της μαμάς δεν χωρούσε άλλα δάκρυα.